καπνιαίος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

καπνιαῑος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μην-ιαίος, ωρ-ιαίος)].