καπνιαίος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

καπνιαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῖος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μηνιαίος, ωριαίος)].