καρκινόσαρξ: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_4)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρκινόσαρξ''': -ακος, ὁ, ὁ ἔχων σάρκα καρκίνου, Θ. Στουδ. σ. 777, ἔκδ. Μί.
|lstext='''καρκινόσαρξ''': -ακος, ὁ, ὁ ἔχων σάρκα καρκίνου, Θ. Στουδ. σ. 777, ἔκδ. Μί.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρκινόσαρξ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[σάρκα]], [[σώμα]] καρκίνου, κάβουρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανά</i>-<i>σαρξ</i>, <i>λιπό</i>-<i>σαρξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καρκινόσαρξ: -ακος, ὁ, ὁ ἔχων σάρκα καρκίνου, Θ. Στουδ. σ. 777, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καρκινόσαρξ, ὁ (Μ)
αυτός που έχει σάρκα, σώμα καρκίνου, κάβουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -σαρξ < σάρξ (πρβλ. ανά-σαρξ, λιπό-σαρξ)].