κατάκλυσμα: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_21) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκλυσμα''': τό, καθάρσιον ἢ [[κλύσμα]], Ἱππ. 338. 27. | |lstext='''κατάκλυσμα''': τό, καθάρσιον ἢ [[κλύσμα]], Ἱππ. 338. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάκλυσμα]], τὸ (Α) [[κατακλύζω]]<br />το καθάρσιο ή το [[κλύσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A purge or clyster, Hp.Salubr.5.
German (Pape)
[Seite 1354] τό, das Klystier, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλυσμα: τό, καθάρσιον ἢ κλύσμα, Ἱππ. 338. 27.
Greek Monolingual
κατάκλυσμα, τὸ (Α) κατακλύζω
το καθάρσιο ή το κλύσμα.