κατάμακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(6_15)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάμακτος''': -ον, ([[καταμάσσω]]), κατ. [[τύπος]], κατάμακτον [[σῶμα]] γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.
|lstext='''κατάμακτος''': -ον, ([[καταμάσσω]]), κατ. [[τύπος]], κατάμακτον [[σῶμα]] γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάμακτος]], -ον (Α) [[καταμάσσω]]<br />ο [[χυτός]] σε τύπο, σε [[καλούπι]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμακτος Medium diacritics: κατάμακτος Low diacritics: κατάμακτος Capitals: ΚΑΤΑΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: katámaktos Transliteration B: katamaktos Transliteration C: katamaktos Beta Code: kata/maktos

English (LSJ)

ον,

   A cast, moulded, of votive offerings, σῶμα, οὖς, IG22.1534.45,48.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμακτος: -ον, (καταμάσσω), κατ. τύπος, κατάμακτον σῶμα γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.

Greek Monolingual

κατάμακτος, -ον (Α) καταμάσσω
ο χυτός σε τύπο, σε καλούπι.