κατουλώ: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(20) |
(No difference)
|
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(20) |
(No difference)
|
κατουλῶ, -όω (Α)
συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].