κατιππάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> καθιππάζομαι.
|btext=<i>ion. c.</i> καθιππάζομαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατιππάζομαι]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[καθιππάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθιππάζομαι.

Greek Monolingual

κατιππάζομαι (Α)
ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.