κελλόν: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(6_4)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελλόν''': «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».
|lstext='''κελλόν''': «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».
}}
{{grml
|mltxt=[[κελλόν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρεβλόν, πλάγιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κελλάς]]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κελλόν: «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».

Greek Monolingual

κελλόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς].