καυματίας: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυματίας''': ὁ, καίων, [[καυστικός]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. [[κλιματίας]].
|lstext='''καυματίας''': ὁ, καίων, [[καυστικός]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. [[κλιματίας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καυματίας]], ὁ (Α) [[καύμα]]<br />(για τον ήλιο) αυτός που καίει πολύ.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυμᾰτίας Medium diacritics: καυματίας Low diacritics: καυματίας Capitals: ΚΑΥΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: kaumatías Transliteration B: kaumatias Transliteration C: kavmatias Beta Code: kaumati/as

English (LSJ)

masc. Adj.,

   A burning hot, of the sun, Thphr.Sign.11, 26, al.

German (Pape)

[Seite 1408] ὀ, dasselbe, ἥλιος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καυματίας: ὁ, καίων, καυστικός, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. κλιματίας.

Greek Monolingual

καυματίας, ὁ (Α) καύμα
(για τον ήλιο) αυτός που καίει πολύ.