καυματίας: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(6_15) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυματίας''': ὁ, καίων, [[καυστικός]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. [[κλιματίας]]. | |lstext='''καυματίας''': ὁ, καίων, [[καυστικός]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. [[κλιματίας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καυματίας]], ὁ (Α) [[καύμα]]<br />(για τον ήλιο) αυτός που καίει πολύ. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
masc. Adj.,
A burning hot, of the sun, Thphr.Sign.11, 26, al.
German (Pape)
[Seite 1408] ὀ, dasselbe, ἥλιος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καυματίας: ὁ, καίων, καυστικός, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. κλιματίας.