κεραΐς: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραΐς''': ΐδος, ἡ, [[εἶδος]] σκώληκος φθείροντος τὰ κέρατα, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Φ. 395. | |lstext='''κεραΐς''': ΐδος, ἡ, [[εἶδος]] σκώληκος φθείροντος τὰ κέρατα, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Φ. 395. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραΐς]], -ΐδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «κεραΐδες<br />τῶν προβάτων τὰ [[θήλεα]], τὰ [[ἔνδον]] ὀδόντας ἔχοντα» <br />β) (για τη Μήδεια) «[[κορώνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A worm that eats horn, v.l. Od.21.395 (pl.). II gen. ΐδος, = κεράς (A) (q.v.). III = ῥάφανος ἀγρία, Thphr.HP9.15.5.
κερᾱΐς, ΐδος, ἡ,
A = κορώνη (Hsch.), used of Medea by Lyc.1317.
German (Pape)
[Seite 1419] ΐδος, ἡ, nach Hesych. τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα. ῗδος, ἡ, ein dem Horn schädlicher, das Horn anfressender Wurm, v. l. Od. 21, 393 für κέρα ἶπες; nach Eust. auch κεράϊψ, κεράϊπος. ΐδος, ἡ, nach Hesych. die Krähe, mit Anspielung auf κεραΐζω, Lycophr. 1317, von der Medea.
Greek (Liddell-Scott)
κεραΐς: ΐδος, ἡ, εἶδος σκώληκος φθείροντος τὰ κέρατα, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Φ. 395.
Greek Monolingual
κεραΐς, -ΐδος, ἡ (Α)
1. είδος σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «κεραΐδες
τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα»
β) (για τη Μήδεια) «κορώνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερα-ός + κατάλ. -ίς].