κελυφανώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελῡφᾰνώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέλυφος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2. | |lstext='''κελῡφᾰνώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέλυφος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελυφανώδης]], -ες (Α) [[κελύφανον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κέλυφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a shell or husk, Thphr.CP1.7.2.
German (Pape)
[Seite 1416] ες, = κελυφώδης, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κελῡφᾰνώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κέλυφος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2.
Greek Monolingual
κελυφανώδης, -ες (Α) κελύφανον
αυτός που μοιάζει με κέλυφος.