Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοσκοπείον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(20)
(No difference)

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο-σκοπείον, μετεωρο-σκοπείον].