σκοπείον

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

τὸ, Α σκοπός / σκοπεύω
συν. στον πληθ. τὰ σκοπεῖα
αστρονομικό όργανο παρατήρησης.