κέμων: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_14)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέμων''': ὁ, [[ἑτερόφθαλμος]], Ἡσύχ., πρβλ. [[κελλός]].
|lstext='''κέμων''': ὁ, [[ἑτερόφθαλμος]], Ἡσύχ., πρβλ. [[κελλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κέμων]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ετερόφθαλμος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. <i>κέλλων</i> (<b>βλ. λ.</b> [[κελλάς]])].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κέμων: ὁ, ἑτερόφθαλμος, Ἡσύχ., πρβλ. κελλός.

Greek Monolingual

κέμων, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ετερόφθαλμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. κέλλων (βλ. λ. κελλάς)].