κεραυνίας: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραυνίας''': -ου, ὁ, ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, «κεκεραυνωμένος» Ἡσύχ. | |lstext='''κεραυνίας''': -ου, ὁ, ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, «κεκεραυνωμένος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραυνίας]], ὁ (Α) [[κεραυνός]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A thunder-stricken, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, vom Donnerkeil getroffen, Hesych.; – λίθος, Donnerstein.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνίας: -ου, ὁ, ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, «κεκεραυνωμένος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κεραυνίας, ὁ (Α) κεραυνός
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.