κερμοδότης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(6_19) |
(20) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερμοδότης''': -ου, ὁ, = [[κερματιστής]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14. | |lstext='''κερμοδότης''': -ου, ὁ, = [[κερματιστής]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερμοδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, [[κερματιστής]], [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]). Από το θ. της ονομαστικής, [[αντί]] <i>κερματο</i>-[[δότης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζωο</i>-[[δότης]], <i>χρηματο</i>-[[δότης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κερμοδότης: -ου, ὁ, = κερματιστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14.
Greek Monolingual
κερμοδότης, ὁ (Α)
αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής, αργυραμοιβός, σαράφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + -δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. της ονομαστικής, αντί κερματο-δότης (πρβλ. ζωο-δότης, χρηματο-δότης)].