κερασέα: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾰσέα''': καὶ κερᾰσία, ἡ, = [[κέρασος]], κοινῶς «κερασιά», Γεωπ. 3. 4, 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 555. | |lstext='''κερᾰσέα''': καὶ κερᾰσία, ἡ, = [[κέρασος]], κοινῶς «κερασιά», Γεωπ. 3. 4, 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 555. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[κερασέα]])<br /><b>βλ.</b> [[κερασιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
and κερᾰσ-ία, ἡ,
A = κερασός, cherry-tree, Gp.3.4.4, 10.41.2. -ινον, τό, cherry-coloured dye, PHolm.21.31.
German (Pape)
[Seite 1421] ἡ, der Kirschbaum, Sp., wie Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰσέα: καὶ κερᾰσία, ἡ, = κέρασος, κοινῶς «κερασιά», Γεωπ. 3. 4, 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 555.