κεφαλαιοκράτης: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 07:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, θηλ. κεφαλαιοκράτισσα
1. αυτός που κατέχει και εκμεταλλεύεται κεφάλαια, καπιταλιστής
2. οπαδός της κεφαλαιοκρατίας, του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο-κράτης, δημο-κράτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Κοινωνία].