κεφαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλώδης''': -ες, = [[κεφαλοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς κεφαλήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 4.
|lstext='''κεφᾰλώδης''': -ες, = [[κεφαλοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς κεφαλήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλώδης]], -ῶδες (Α) [[κεφαλή]]<br />όμοιος με [[κεφάλι]], [[κεφαλοειδής]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλώδης Medium diacritics: κεφαλώδης Low diacritics: κεφαλώδης Capitals: ΚΕΦΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kephalṓdēs Transliteration B: kephalōdēs Transliteration C: kefalodis Beta Code: kefalw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = κεφαλοειδής, like a head, Thphr.HP8.8.5, 9.8.4.

German (Pape)

[Seite 1428] ες, = κεφαλοειδής, ῥίζα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλώδης: -ες, = κεφαλοειδής, ὅμοιος πρὸς κεφαλήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 4.

Greek Monolingual

κεφαλώδης, -ῶδες (Α) κεφαλή
όμοιος με κεφάλι, κεφαλοειδής.