κεραστικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραστικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς κέρασιν ὡς ποτόν, Λέων Ἰατρ., ἐν Anecdota Medica Gracea ὑπὸ Emmerin· ― κεραστικῶς, Ἐπίρρ., διὰ τρόπου κεραστικοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξει [[κεράς]]. | |lstext='''κεραστικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς κέρασιν ὡς ποτόν, Λέων Ἰατρ., ἐν Anecdota Medica Gracea ὑπὸ Emmerin· ― κεραστικῶς, Ἐπίρρ., διὰ τρόπου κεραστικοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξει [[κεράς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραστικός]], -ή, -όν (Α) [[κεραστής]]<br />αυτός που χρησιμεύει ως [[ποτό]] για [[κέρασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κεραστικῶς]]<br />αναμεμιγμένα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1422] mischend. – Adv., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς κέρασιν ὡς ποτόν, Λέων Ἰατρ., ἐν Anecdota Medica Gracea ὑπὸ Emmerin· ― κεραστικῶς, Ἐπίρρ., διὰ τρόπου κεραστικοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξει κεράς.
Greek Monolingual
κεραστικός, -ή, -όν (Α) κεραστής
αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα.
επίρρ...
κεραστικῶς
αναμεμιγμένα.