κηλιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλῑδωτός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.
|lstext='''κηλῑδωτός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κηλιδωτός]], -ή, -ον)<br />[[κηλίς]]<br />[[γεμάτος]] κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλῑδωτός Medium diacritics: κηλιδωτός Low diacritics: κηλιδωτός Capitals: ΚΗΛΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: kēlidōtós Transliteration B: kēlidōtos Transliteration C: kilidotos Beta Code: khlidwto/s

English (LSJ)

ή, ον,

   A stained, soiled, Suid., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κηλῑδωτός: -ή, -όν, πλήρης κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κηλιδωτός, -ή, -ον)
κηλίς
γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.