κικκάβη: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(20)
(No difference)

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

κικκάβη, ἡ (Α)
κουκουβάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)].