Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑονικός''': -ή, -όν, ([[κίων]]) ἀνήκων εἰς κίονα, Εὐστάθ. 1390. 18. ΙΙ. ([[κίων]] ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἐπίνοσον τὴν σταφυλήν, Γαλην. 14. 509.
|lstext='''κῑονικός''': -ή, -όν, ([[κίων]]) ἀνήκων εἰς κίονα, Εὐστάθ. 1390. 18. ΙΙ. ([[κίων]] ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἐπίνοσον τὴν σταφυλήν, Γαλην. 14. 509.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιονικός]], -ή, -όν (Μ) [[κίων]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κίονα.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑονικός Medium diacritics: κιονικός Low diacritics: κιονικός Capitals: ΚΙΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kionikós Transliteration B: kionikos Transliteration C: kionikos Beta Code: kioniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a pillar, φαντασία Eust.1390.18.

German (Pape)

[Seite 1441] von der Säule, zur Säule gehörig, Eustath. 1390, 10; – zu Krankheiten am Zäpfchen (s. κιονίς) geneigt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονικός: -ή, -όν, (κίων) ἀνήκων εἰς κίονα, Εὐστάθ. 1390. 18. ΙΙ. (κίων ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἐπίνοσον τὴν σταφυλήν, Γαλην. 14. 509.

Greek Monolingual

κιονικός, -ή, -όν (Μ) κίων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κίονα.