κλείδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλείδωμα''': τό, Σουΐδ. κλείδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., ὡς καὶ νῦν τὸ κλειδώνειν.
|lstext='''κλείδωμα''': τό, Σουΐδ. κλείδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., ὡς καὶ νῦν τὸ κλειδώνειν.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κλείδωμα]]) [[κλειδώ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κλειδώνω]], η [[ασφάλιση]] με [[κλειδί]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλείδωμα Medium diacritics: κλείδωμα Low diacritics: κλείδωμα Capitals: ΚΛΕΙΔΩΜΑ
Transliteration A: kleídōma Transliteration B: kleidōma Transliteration C: kleidoma Beta Code: klei/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fastening, Suid.s.v. κλείθροις:—also κλείδ-ωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Av.1159.

German (Pape)

[Seite 1447] τό, das Schloß, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλείδωμα: τό, Σουΐδ. κλείδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., ὡς καὶ νῦν τὸ κλειδώνειν.

Greek Monolingual

το (Α κλείδωμα) κλειδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί.