κλεϊστός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(6_10)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεϊστός''': -ή, -όν, [[περίφημος]], [[ἔνδοξος]], ἐξακουστός, Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. σ. 401.
|lstext='''κλεϊστός''': -ή, -όν, [[περίφημος]], [[ἔνδοξος]], ἐξακουστός, Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. σ. 401.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεϊστός]], -ή, -όν (Α) [[κλεΐζω]]<br />φημισμένος, [[ξακουστός]], [[ένδοξος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1448] gepriesen, Apoll. L. H.

Greek (Liddell-Scott)

κλεϊστός: -ή, -όν, περίφημος, ἔνδοξος, ἐξακουστός, Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. σ. 401.

Greek Monolingual

κλεϊστός, -ή, -όν (Α) κλεΐζω
φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος.