κνημιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνημιαῖος''': -α, -ον, = [[κνημαῖος]], Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556. | |lstext='''κνημιαῖος''': -α, -ον, = [[κνημαῖος]], Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κνημαίος]], -α, -ο (AM κνημιαῑος και κνημαῑος, -αία, -ον) [[κνήμη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κνήμη]] («[[κνημιαίος]] μυς»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written κνημαῖος Gal.19.112).
German (Pape)
[Seite 1460] = κνημαῖος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κνημιαῖος: -α, -ον, = κνημαῖος, Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556.
Greek Monolingual
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῑος και κνημαῑος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).