κολύμβατος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(6_10)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολύμβατος''': ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[κολύμφατος]].
|lstext='''κολύμβατος''': ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[κολύμφατος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κολύμβατος]], ἡ (Μ)<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κολύμφατος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολύμβατος Medium diacritics: κολύμβατος Low diacritics: κολύμβατος Capitals: ΚΟΛΥΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: kolýmbatos Transliteration B: kolymbatos Transliteration C: kolymvatos Beta Code: kolu/mbatos

English (LSJ)

ἡ, a plant, Gp.2.4.1.

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, v. l. für κολύμφατος.

Greek (Liddell-Scott)

κολύμβατος: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κολύμφατος.

Greek Monolingual

κολύμβατος, ἡ (Μ)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος.