κοπροδίαιτος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 07:25, 29 September 2017
Greek Monolingual
κοπροδίαιτος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται με κόπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστρο-δίαιτος, οικο-δίαιτος].