κοπροδίαιτος
Greek Monolingual
κοπροδίαιτος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται με κόπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστροδίαιτος, οικοδίαιτος].
κοπροδίαιτος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται με κόπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστροδίαιτος, οικοδίαιτος].