κοπροδίαιτος

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

κοπροδίαιτος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται με κόπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστροδίαιτος, οικοδίαιτος].