κοσμητήριον: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_21) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσμητήριον''': τό, [[δωμάτιον]] τοῦ ἱματισμοῦ, τῆς ἐνδύσεως καὶ τοῦ καλλωπισμοῦ, καλλυντήριον, Παυσ. 2. 7, 5. ΙΙ. = [[κόσμητρον]], Ἡσύχ. | |lstext='''κοσμητήριον''': τό, [[δωμάτιον]] τοῦ ἱματισμοῦ, τῆς ἐνδύσεως καὶ τοῦ καλλωπισμοῦ, καλλυντήριον, Παυσ. 2. 7, 5. ΙΙ. = [[κόσμητρον]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοσμητήριον]], τὸ (Α) [[κοσμώ]]<br />[[θήκη]] αγαλμάτων που προσάγονταν στους μύστες [[κατά]] την [[τέλεση]] τών μυστηρίων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A dressingroom, Paus.2.7.5. II = κόσμητρον, Hsch.s.v. κάλλυντρα.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητήριον: τό, δωμάτιον τοῦ ἱματισμοῦ, τῆς ἐνδύσεως καὶ τοῦ καλλωπισμοῦ, καλλυντήριον, Παυσ. 2. 7, 5. ΙΙ. = κόσμητρον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσμητήριον, τὸ (Α) κοσμώ
θήκη αγαλμάτων που προσάγονταν στους μύστες κατά την τέλεση τών μυστηρίων.