κόρυνθος: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(6_14)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρυνθος''': ὁ, [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.
|lstext='''κόρυνθος''': ὁ, [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρυνθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μάζης [[ψωμός]]», [[είδος]] ζυμαρικού<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κόρυνθος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στην Ασίνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κορυνθεύς]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρυνθος Medium diacritics: κόρυνθος Low diacritics: κόρυνθος Capitals: ΚΟΡΥΝΘΟΣ
Transliteration A: kórynthos Transliteration B: korynthos Transliteration C: korynthos Beta Code: ko/runqos

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A cake, Id.    II epith. of Apollo, near Asine, Ἀρχ.Δελτ.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

κόρυνθος: ὁ, εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόρυνθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Ασίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς.