κόττα: Difference between revisions

From LSJ
(6_23)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόττα''': κόττη, ἴδε ἐν λέξ. κοττίς.
|lstext='''κόττα''': κόττη, ἴδε ἐν λέξ. κοττίς.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[κότα]].———————— <b>(II)</b><br />[[κόττα]], ἡ (Μ)<br />[[επενδύτης]], [[χλαίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cotta</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1493] ἡ, der Kopf, nur im compos. πρόκοττα, s. κοτίς.)

Greek (Liddell-Scott)

κόττα: κόττη, ἴδε ἐν λέξ. κοττίς.

Greek Monolingual

(I)
η
βλ. κότα.———————— (II)
κόττα, ἡ (Μ)
επενδύτης, χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotta].