χλαίνη

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. χλαῖνα.

Greek Monolingual

η, Ν
βλ. χλαίνα.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=πανωφόρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν Μικρασιατική ἡ προέλευσή της. Ἀρχικά ἦταν χλαν+jα = χλαῖνα = χλαίνη.