χλαίνη

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. χλαῖνα.

Greek Monolingual

η, Ν
βλ. χλαίνα.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=πανωφόρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν Μικρασιατική ἡ προέλευσή της. Ἀρχικά ἦταν χλαν+jα = χλαῖνα = χλαίνη.