Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(21) |
(No difference)
|
-η, -ο
άμυαλος, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφιος + -κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. ξερο-κέφαλος, χοντρο-κέφαλος.