κουφιοκέφαλος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
-η, -ο
άμυαλος, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφιος + -κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. ξεροκέφαλος, χοντροκέφαλος.