κραταιόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
(6_22)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραταιόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, [[κυρίως]] καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.
|lstext='''κραταιόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, [[κυρίως]] καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραταιόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, [[κραταιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> (<i>ἡ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστερό</i>-[[χειρ]], <i>μονό</i>-[[χειρ]]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιόχειρ Medium diacritics: κραταιόχειρ Low diacritics: κραταιόχειρ Capitals: ΚΡΑΤΑΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: krataiócheir Transliteration B: krataiocheir Transliteration C: krataiocheir Beta Code: krataio/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A mighty of hand, Ath.Mitt.24.257 (Thrace).

Greek (Liddell-Scott)

κραταιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, κυρίως καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.

Greek Monolingual

κραταιόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δυνατά χέρια, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χείρ, χειρός (), πρβλ. αριστερό-χειρ, μονό-χειρ].