κτείνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(22)
(No difference)

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

κτείνυμι (Α)
κτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτάνυμι, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- και συνδέεται με αρχ. ινδ. ksa--ti- «τραυματίζω» — το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κτείνω, ἔκτεινα].