κρυψίβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_14)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυψίβουλος''': ὁ, ἡ, ὁ κρύπτων τὰς [[ἑαυτοῦ]] βουλάς, Κ. Πορφυρ. Τακτ. ἐν Meurs. Op. τ. 6, σ. 1409.
|lstext='''κρυψίβουλος''': ὁ, ἡ, ὁ κρύπτων τὰς [[ἑαυτοῦ]] βουλάς, Κ. Πορφυρ. Τακτ. ἐν Meurs. Op. τ. 6, σ. 1409.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κρυψίβουλος]], -ον)<br />αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>βουλος</i>, <i>υστερό</i>-<i>βουλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίβουλος: ὁ, ἡ, ὁ κρύπτων τὰς ἑαυτοῦ βουλάς, Κ. Πορφυρ. Τακτ. ἐν Meurs. Op. τ. 6, σ. 1409.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κρυψίβουλος, -ον)
αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό-βουλος, υστερό-βουλος].