κύθρα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_23)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύθρα''': κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.
|lstext='''κύθρα''': κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύθρα]], ἡ (AM)<br />[[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]], με [[μετάθεση]] δασύτητας].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύθρα Medium diacritics: κύθρα Low diacritics: κύθρα Capitals: ΚΥΘΡΑ
Transliteration A: kýthra Transliteration B: kythra Transliteration C: kythra Beta Code: ku/qra

English (LSJ)

κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρίς, κυθρόκαυλος, κυθρόπους, κύθρος, Ion. and later Greek for χύτρ- (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κύθρα: κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.

Greek Monolingual

κύθρα, ἡ (AM)
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας].