κτητόρισσα: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(a)
 
(22)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] ἡ, fem. zu [[κτήτωρ]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] ἡ, fem. zu [[κτήτωρ]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κτητόρισσα''': ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ [[κτήτωρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, [[αὐτόθι]] 8769.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κτητόρισσα]])<br /><b>βλ.</b> [[κτήτορας]].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, fem. zu κτήτωρ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτητόρισσα: ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ κτήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, αὐτόθι 8769.

Greek Monolingual

η (Μ κτητόρισσα)
βλ. κτήτορας.