κτητόρισσα
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
German (Pape)
[Seite 1519] ἡ, fem. zu κτήτωρ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτητόρισσα: ἡ, μεταγεν. θηλ. τοῦ κτήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8722· ἐκτητ-, αὐτόθι 8769.
Greek Monolingual
η (Μ κτητόρισσα)
βλ. κτήτορας.