κυλινδήθρα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_9)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠλινδήθρα''': ἡ, = [[ἀλινδήθρα]], ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.
|lstext='''κῠλινδήθρα''': ἡ, = [[ἀλινδήθρα]], ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλινδήθρα]], ἡ (Α)<br />[[τόπος]] όπου κυλιούνται τα άλογα, [[αλινδήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλίνδω]], [[κατά]] το συνώνυμο [[αλινδήθρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίνδω</i> «[[κυλώ]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλινδήθρα Medium diacritics: κυλινδήθρα Low diacritics: κυλινδήθρα Capitals: ΚΥΛΙΝΔΗΘΡΑ
Transliteration A: kylindḗthra Transliteration B: kylindēthra Transliteration C: kylindithra Beta Code: kulindh/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀλινδήθρα (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.

Greek Monolingual

κυλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)].