κυμινώδης: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠμῑνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κύμινον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.
|lstext='''κῠμῑνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κύμινον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυμινώδης]], -ῶδες (Α) [[κύμινο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κύμινο]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠμῑνώδης Medium diacritics: κυμινώδης Low diacritics: κυμινώδης Capitals: ΚΥΜΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kyminṓdēs Transliteration B: kyminōdēs Transliteration C: kyminodis Beta Code: kuminw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like cummin, Thphr.HP8.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κύμινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.

Greek Monolingual

κυμινώδης, -ῶδες (Α) κύμινο
αυτός που μοιάζει με κύμινο.