κυμβαλοκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_19) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυμβαλοκρούστης''': -ου, ὁ, = [[κυμβαλιστής]], Γλώσσ. | |lstext='''κυμβαλοκρούστης''': -ου, ὁ, = [[κυμβαλιστής]], Γλώσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυμβαλοκρούστης]], ὁ (Α)<br />[[κυμβαλιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμβαλον]] <span style="color: red;">+</span> [[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κυμβαλιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβαλοκρούστης: -ου, ὁ, = κυμβαλιστής, Γλώσσ.
Greek Monolingual
κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α)
κυμβαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)].