κυβερνισμός: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_14) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβερνισμός''': ὁ, = [[κυβέρνησις]], Ἀκύλας ἐν Ναοὺμ Γ΄, 1, Παλ. Διαθ. | |lstext='''κῠβερνισμός''': ὁ, = [[κυβέρνησις]], Ἀκύλας ἐν Ναοὺμ Γ΄, 1, Παλ. Διαθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβερνισμός]], ὁ (Α)<br />η [[κυβέρνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κυβερνίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κυβέρνησις Aq.Na.3.1.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, = κυβέρνησις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνισμός: ὁ, = κυβέρνησις, Ἀκύλας ἐν Ναοὺμ Γ΄, 1, Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
κυβερνισμός, ὁ (Α)
η κυβέρνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κυβερνίζω].