κωφώ: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(22) |
(No difference)
|
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(22) |
(No difference)
|
(I)
κωφῶ, -άω (Α) κωφός
1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.)
2. κολοβώνω κάποιον
3. παθ. κωφῶμαι, -άομαι
αποβλακώνομαι.———————— (II)
κωφῶ -έω (Α) κωφός
πιθ. κολοβώνω κάποιον.———————— (III)
κωφῶ, -όω (AM)
βλ. κωφώνω.