κολοβώνω
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
Greek Monolingual
(AM κολοβῶ, -όω, Μ και κολοβώνω) κολοβός
κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῦσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ)
νεοελλ.
παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω
μσν.
μετριάζω
αρχ.
(για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω.