βουβαίνω

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

βουβός
1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο
2. αποστομώνω κάποιον
3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου.