κυπαρισσίας: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(6_19)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυπαρισσίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] εὐφορβίου, Διοσκ. 4. 165.
|lstext='''κυπαρισσίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] εὐφορβίου, Διοσκ. 4. 165.
}}
{{grml
|mltxt=Κυπαρισσίας, ὁ (Α) [[κυπάρισσος]]<br /><b>1.</b> το ποώδες ετήσιο [[φυτό]] ευφόρβιο<br /><b>2.</b> [[είδος]] κομήτη.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰρισσίας Medium diacritics: κυπαρισσίας Low diacritics: κυπαρισσίας Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ
Transliteration A: kyparissías Transliteration B: kyparissias Transliteration C: kyparissias Beta Code: kuparissi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A Euphorbia aleppica, Dsc.4.164, Ruf. ap. Orib. 7.26.108.    II a kind of comet, prob. in Seneca QN1.15.4.

Greek (Liddell-Scott)

κυπαρισσίας: -ου, ὁ, εἶδος εὐφορβίου, Διοσκ. 4. 165.

Greek Monolingual

Κυπαρισσίας, ὁ (Α) κυπάρισσος
1. το ποώδες ετήσιο φυτό ευφόρβιο
2. είδος κομήτη.