μορφοτροπέας: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(25)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
(ηλεκτρ.) ηλεκτρομηχανική διάταξη η οποία μπορεί να δέχεται ενέργεια από εναλλασσόμενο ρεύμα και να τή μετασχηματίζει σε μηχανική ή ακουστική ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. transducteur].